θεοπνευστία

θεοπνευστία
θεοπνευστία η
божественное вдохновение (под воздействием Духа Святого)

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεοπνευστία" в других словарях:

  • θεοπνευστία — η (AM θεοπνευστία) [θεόπνευστος] η θεία έμπνευση …   Dictionary of Greek

  • έμπνευση — η (AM ἔμπνευσις) 1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι 2. θεία φώτιση, θεοπνευστία νεοελλ. 1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή τής βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τόν ρωτήσω») 2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη… …   Dictionary of Greek

  • εμπνοίησις — ἐμπνοίησις, η (Α) έμπνευση, θεοπνευστία …   Dictionary of Greek

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»